βαθμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαθμὸς ὁ, λόγ. κοιν. βαθιμὸς πολλαχ. βαθιμὸ Τσακων. βαθνὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαχμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἁρχ. οὐσ. βαθμός.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέτρον τῆς ἐπιδόσεως ἢ ἱκανότητος τοῦ ὑφισταμένου ἐξετάσεις μαθητοῦ ἢ ἄλλου οἱουδήποτε χαρακτῆριζόμενον καὶ δι᾿ ἀριθμοῦ λόγ. κοιν.: Πῆρε βαθμὸ ἄριστα-καλῶς κττ. Δίνω κακὸ-καλὸ βαθμό. Ἔχω βαθμοὺς καλοὺς ἢ κακοὺς-μεγάλους ἢ μικρούς. || Φρ. Δίνω βαθμὸ (δίδω βαθμὸν προβιβάσιμον). Παίρνω βαθμὸ (λαμβάνω βαθμὸν προβιβάσιμον). 2) Μεταφ. τὸ σημεῖον τῆς πνευματικῆς ἢ ψυχικῆς καταστάσεως εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἢ φθάνει τις λόγ. κοιν.: Εἶμαι θυμωμένος σὲ μεγάλο βαθμό. Δὲ μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε σὲ τί βαθμὸ εἶμαι ἓκνευρισμένος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! 3) Ἡ τάξις τῆς ὑπαλληλικῆς ἱεραρχίας τὴν ὁποίαν κατέχει τις ἢ καταλαμβάνει ὁ τὸ πρῶτον διοριζόμενος λόγ. κοιν.: Ὁ δεῖνα διωρίθη μὲ τὸ βαθμὀ γραμματέως-ἔχει τὸ βαθμὀ λοχαγοῦ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA