γαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαλεύω (|) ἀμάρτ. γαλεύκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γάλα. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1, 32.

Σημασιολογία

1) Ἀμέλγω: Πήασιν οἱ βο--οὶ νὰ γαλέψουσι τὲς κουέ-λες (βο-οί=βοσκοί, κουέλ-λες=προβατῖνες). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. ἔνθ’ἀν. «ὁ ἅγιος Μάμας...ἐπιάννεν τοὺς λέοντας καὶ ἐγάλευέν τους καὶ ἐπολόμαν τυρὶν καὶ ἐτάγιζεν τοὺς πτωχούς». Συνών. ἀρμέγω 1. 2) Μεταφ. ἐκμεταλλεύομαί τινα ὑλικῶς διὰ παντοίων μέσων: ’Εγάλεψάν τον καλὰ οἱ δικηγόροι. Ἅμα πάῃ 'ς τοὺς γιˬατρούς, ’εν-νὰ τὸν γαλέψουν καλὰ Συνών. ἀρμέγω 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/