γαληνεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαληνεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαληνεύω σύνηθ. γαληνεύγω πολλαχ. γαληνεύγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ.) γαληνέγγου Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαλήνη. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Μετβ. Καταπραΰνω. καθησυχάζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ὕπνε μου, καλόυπνέ μου, ὅπου μερώνεις τὰ παιδιˬά, μέρεψε καί γαλήνεψε κ' ἐμένα τὸ παιδί μου (νανούρ.) Πάρ. Καὶ ἀμτβ. καταπραΰνομαι. γίνομαι γαλήνιος ἔνθ᾽ ἀν.: Χοντρά δάκρυα κυλοῦν αὐλάκιˬα ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα μάγουλα τοῦ γέρου, μὰ τώρα . . . ἔχει αὐτός ἄξαφνα γαληνέψει ΓΒλαχογιάνν. Τὰ Παλ. Παληκάρ. 48 Γαλήνεψε ὁ τσαιρός Αὐλωνάρ. Κουρ. Γαλήνεψαν οἱ λύπες ΜΤσιριμ. Σονέττ. 65. Ὑποτάζομαι ᾽ς τὴν ἀνάγκη γαληνεύοντας ΙΔραγούμ. Σταμάτ. 178 Γαληνεμένη ὀδύνη ΜΤσιριμ. ᾿Εκ βαθ. 51. Αἰστάντηκε γαληνεμένη τὴν ψυχή του ΓΞενοπ. Κοσμάκ.πρωτοξύπν. 166. ’Σ τὸν κάμπο στέκουν τὰ τροφαντὰ τά στάχυˬα γαληνεμένα καὶ ἥμερα μέσα ’ς τοῦ λιˬοπυριοῦ τὴ γλύκα ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 10. || Ποίημ. Γαλήνευες ᾿ς τὸ πλάι μου σὰν τὸ ἥμερο γαζέλι, γιˬατὶ ἡ ψυχή σου γλύκανε μὲ τῆς φιλιˬᾶς τὸ μέλι ΚΖερβὸς ἐν’Ανθολ.Η᾽Αποστολίδ. 97. Πβ. γαληνιˬάζω, γαληνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/