γαλήνεψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλήνεψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλήνεψι ἡ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαληνεύω.
Σημασιολογία
Καταπράυνσις. Συνών. γαλήνεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA