γαλήνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλήνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλήνη ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Οἰν.) γαλένη Πόντ. γαλέν Πόντ. γαλήνα Μεγίστ. ἀγαλήνη Σκῦρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γαλήνη.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἡσυχία τῆς ἀκυμάντου θαλάσσης λόγ. κοιν.: Ἡ γαλήνη τῆς θάλασσας. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Πόντ. (Ἴμερ.) Συνών. γαληνιˬά, γαληνισία, γαλήνισμα 1. 2) Τὰ ἀβαθῆ ὕδατα, τὰ τενάγη Πόντ. (Οἰν.): Πάμε 'ς σὴ γαλήνη. 3) Μεταφ. ἠρεμία ψυχῆς, ἀταραξία, ἱλαρότης Πόντ. - ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.’ 45: Ποίημ. Γῦρο ’ς τῶν παθῶν τή λύσσα | ἤμουν ἡ γαλήνη ἐγὼ καὶ ἤμουν ἡ πνοὴ ἡ καθάρε͜ια | μέσ᾿ ’ς τὸν ἀνακατωμό ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA