γαληνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαληνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαληνιˬάζω Κάλυμν. κ. ἀ.-ΑΤανάγρ. Ἄγγελ. Ἐξολοθρ. 270.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ γαλήνη ἢ γαληνιˬά.

Σημασιολογία

Εἶμαι γαλήνιος, ἀκύμαντος, ἐπὶ θαλάσσης: Ἡ θάλασσα ἀλλοῦ φουρτουνιˬασμένη μὲ τὰ φουσκωμένα τσ᾿ ἀφρισμένα τσύματά της, ἀλλοῦ γαληνιˬασμένη μὲ τα ψάρζα της Κάλυμν. Τά κύματα ὁρμοῦν ἐπάνω ’ς τὰ κύματα, οἱ ἀφροὶ ’ς τοὺς ἀφροὺς καὶ ἡ πρὶν γαληνιˬασμένη θάλασσα γίνεται διˬὰ μιˬᾶς ἀνήμερο θηρίο ΑΤανάγρ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. γαληνεύω, γαληνίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/