ἂς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἂς

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἂς μόρ. παρακελευσματικὸν κοιν. καἱ Ἀπουλ. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἂζ Καππ. Μακεδ. (Κοζ.) ἂ Καππ. Τσακων. ἒς Χίος (Μεστ.) ’ς Καππ. Κάρπ. Κύπρ. Μακεδ (Βογατσ.) Ροδ χὰς Καππ. (Τσουκούρ.) νὰς Θρᾴκ. ἄσα Πόντ (Σάντ.) ἂν Τσακων. ἂνε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. παρακελευσματικὸν μόρ. ἂς προελθὸν κατὰ συγκοπὴν ἐκ τῆς προστ ἄφες τοῦ ἀρχ. ρ. ἀφίημι, ἡ ὁποία ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τοὺς μεταγν. χρόνους ἐπὶ παρακελεύσεως Ἰδ. πάπυρον Amherst 2,153 στ. 7 (6ου ἢ 7ου αἰῶνος μ.Χ.) «ἂς λάβωσιν οἱ ὀνελάται μίαν ἀρτάβην κριθῆς ὑπὲρ ἑκάστου γαϊδαρίου». Περὶ τῆς ἐκ τοῦ ἄφες ἀρχῆς καὶ τῆς χρήσεως αὐτοῦ ἰδ. Κορ. Ἄτ. 1,98 κἑξ., ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,197 καὶ 210 καὶ ἐν Πρακτ Ἀκαδ. Ἀθην. 1 (1926)144 κἐξ., SPsaltesGrammat. byzant. Chron. 87 κἑξ. καὶ ἐν ᾿Αθηνᾷ 26 (1914) 153. Ὑπὸ τοῦ AJannaris Histor. Greek Grammar 448 ἀνάγεται εἰς τὴν προστ. ἔασε. Ὁ τύπ. ἂζ προῆλθεν ἐκ τῆς συνεκφορᾶς μετὰ ρ. ἀρχομένων ἀπὸ β, γ, δ κττ. Ὁ τύπ. ἓς πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄες, δι’ ὃ ἰδ. ἀφίνω, διὰ τοῦ διαμέσου ἀμαρτ. τύπ. ἀές. Τὸ χ τοῦ τύπ. χὰς κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ Τουρκ. δεικτικοῦ μορίου ha. ‘Ο τύπ. νὰς προῆλθεν ἐκ συμφυρμοῦ δύο ταυτοσήμων προτάσεων νὰ εἶχα καὶ ἃς εἶχα, ὅθεν νὰς εἶχα, ἐντεῦθεν δὲ ἀποσπασθὲν τὸ νὰς κατέστη αὐτοτελὲς. Ὁ δὲ τύπ. ἂσα ἴσως ἔχει τὴν ἀρχήν του εἰς τὴν συνεκφορὰν μετὰ ρ. ἀρχομένων ἀπὸ α, οἷον ἃς ἀκούῃ, ἂς ἀλέθῃ κττ., ὅθεν ἔπειτα καὶ ἂσαλέῃ. Περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν Τσακων. τύπ. ἰδ. GAnagnostopulos Tsakon. Grammat. 16 σημ. 3 καὶ ΣΔεινάκ. ἐν ’Αθηνᾷ 39 (1927) 193.

Σημασιολογία

1) Μεθ’ ὑποτακτ. συνήθως α΄ καὶ γ΄ προσώπ. δηλοῖ προτροπὴν, προσταγὴν ἢ παράκλησιν καὶ μετὰ τοῦ μὴ ἀποτροπὴν ἢ ἀπαγόρευσιν κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἂς δῶ - ἔρθω - πάω κττ. Ἂς τρέξῃ - φέρῃ- φύγῃ κττ. Ἂς παίξουμε - φάμε κττ. Ἂς μποῦνε - περάσουν - περιμένουν κττ. κοιν. Ἂς ἔρτουνε ὅλοι Ἀπουλ. ᾿Αβουσὶ ἄ γινῇ (οὕτως ἂς γίνῃ) Καππ. Ἂς πάω ’χταλεύω (νὰ σκάψω) Κοτύωρ. Ἂς πάω ἂς φέρω ᾿Αμισ. Ἂς πά’ νὰ δῇς εἴdα κάνει Κρήτ. Ἂς ἐξέρτς πῶς θὰ κακολογῶ σε Κερασ. Ἂ μόλῃ (ἂς ἔλθῃ) Τσακων. Ἂνε δοῦμε ἀκόνη κάτσι (ἂς δώσωμε ἀκόμη κάτι) αὐτόθ. || Φρ. Ἄς πάῃ νὰ χαθῇ (ἐρρέτω) κοιν. || ᾌσμ. Ἂς τραουδήσω κιˬ ἄς χαρῶ κιˬ ἂς παίξω κιˬ ἂς γελάσω,’ιˬατὶ εἶν’ ὁ κόσμος μάταιος καὶ θενὰ τὸνε χάσω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Λέει τ᾿, ἀφέdη, ἡ χώρα, τὰ Χανιˬά σου ἂς τάξῃς πῶς δὲν ἤσανιˬε δικά σου Κρήτ. Ποτὲ δὲ σ’ ἄκουσα νὰ πῇς ἂς πά’ νὰ δῶ τί κάνει Σκῦρ. Πὄχουν παιδιˬὰ. ἂς τὰ κρύψουνε κιˬ ἀδέρφιˬα ἂς τὰ φυλάξουν ΝΠολίτ. ’Εκλογ. σ. 226. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Συνών. ἄπας 1. β) Μεθ’ ὑποτακτ. α΄ καὶ γ΄ προσώπ. λαμβάνεται ἐπὶ ἐρωτήσεως ἐκφραζούση: δισταγμὸν Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.): Ἂς πάω; Ἂς τερῶ; Ἂς ἔρται; γ) Μεθ’ ὑποτακτ. εἰσάγει πρότασιν ἀνεξάρτητον μὲν καθ’ ἑαυτήν, ἰσοδυναμοῦσαν ὅμως πρὸς τελικὴν καὶ ἐξαρτωμένην ἐξ ἄλλης κυρίας ἐκφερομένης κατὰ προστ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.). Ἔπαρ’ ἃς ἐλέπωμε Χαλδ. Πὲ ἂς τερῶ αὐτόθ. Δῶσ’ με τιδὲν ἂς τρώγω αὐτόθ. || Παροιμ. τάξον τὸν παλαλόν ἂς αίρεται (ἐπὶ χαιρόντων δι’ ὑποσχέσεις γενομένας εἰς αὐτοὺς) Τραπ. || ᾎσμ. Κορ’τζόπον δωδεκάχρονον, δός με νερὸν ἂς πίνω Χαλδ. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἰδ. Παπαδοπ. Κεραμ. YAria Gr. Sacr. 46 «δότε μοι ἂς ἀγοράσω εἴδη τὰ πρὸς ἰατρείαν αὐτοῦ». 2) Μεθ’ ὁριστ. παρατ ἢ ὑπερσ. δηλοῖ τὸ δέον γενέσθαι εἰς τὸ παρελθὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν, Ὄφ. κ.ἀ.): Ἂς ἐρχότανε γιˬὰ νά ’βλεπε. Ἂς μελετοῦσες γιˬὰ νὰ προβιβαστῇς. Ἂς πρόσεχαν νὰ μὴν τὰ πάθουν αὐτά. Ἂς ἤσουνα φρόνιμος νὰ σοῦ ᾿δινα γλυκό. Ἂς εἶχα γνῶσι ἀποξαρχῆς κοιν. Ἂς ἔρχουτουνε Ὄφ. Ἂς ἐπάγεινα Οἰν. Ἂς εἶχα bάω μοναχός μου, μὰ δὲ μοῦ χρειγιˬάζουdονε συdροφιˬὰ Κρήτ. ’Σ εἶα μὲ φωνάξῃς (ἂς μὲ εἶχες φωνάξει) Ρόδ. || ᾎσμ. Σὰν ἤθελες, μαννούλλα μου, νά ᾿χῃς καὶ γιˬὸ καὶ νύφη, ὅταν σοῦ πρωτοχτύπησε ἂς εἶχες τῆς ἀνοίξει ΝΠολιτ Ἐκλογ. σ. 97. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἰδ. Πρόδρομ. 1,104 (ἔκδ. Hesseling-Pernot), «ἀλλ᾿ ἂς ἐκάθου σιγηρὸς καὶ ἀπομεριμνημένος καὶ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου καὶ ἂς ἤφινες ἐμέναν». Συνών. ἄπας 2. 3) Μεθ’ ὁριστ ἢ ὑποτακτ. δηλοῖ συγκατάθεσιν, παραχώρησιν ἢ ἀδιαφορίαν κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ Χαλδ. κ.ἀ.): Ἂς ἔβρεχε, ἔπρεπε νά ’ρθῃς. Ἂς ἐρχόσαστε κ᾿ ἐσεῖς. Ἂς μὴν ἦταν ὄμορφη, φτάνει ποῦ εἶχε προῖκα. Ἂς πῆγα, τί μ’ αὐτό; Ἂς ἔφυγε, τὸ ἴδιˬο μοῦ κάνει. Ἂς μὴ θέλῃ ἐκεῖνος, ἐγὼ ἔτσι θὰ κάμω. Ἂς μᾶς ἀκούνε. Ἂς φύγῃ ἅμα δὲν τ’ ἀρέσει. Ἂς πάῃ καὶ τοῦτο μὲ τ’ ἄλλα κοιν. ᾿Εγὼ δὲ θέλω παρὰ τὸ καλό σου κιˬ ἂς μᾶς ἔδιˬωξες ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 107. Ἂς πέθαινε γιˬὰ τὴν πίστι του ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 103. Ἂσα λέῃ Σάντ. Καλὰ ἔκανι οὑ κακότ’χους, ἂς πῆρι τοὺ σκιˬάδ’ (ἐκ διηγήσ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἂς εἶχεν ἔρχει, ἤθε νά ’χω δέκα ὕπνοι παρμένοι Σίφν. || Φρ. Ἂς εἶναι = ἔστω, ἔχει καλῶς κοιν. Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ρήματος ἂς = ἔστω Μακεδ. Νάουσ.) Ἂς ἐναί ζου, βρέ! (ἂς εἶναι σου, ἂς εἶναι καὶ θὰ ἰδῇς. ἀπειλὴ) Πελοπν. (Λακων.) || Παροιμ.: Ἂς χρουστῆ τὸ λάφι κρέας κιˬ ἂς περπατῇ κιˬ ἂς βόσκῃ (ὁ χρεωστῶν δὲν θὰ διαφύγῃ τελικῶς τὴν πληρωμὴν τοῦ χρέους του) Πελοπν (Μάν.) || ᾎσμ. Πουλλάκι ’ναι κιˬ ἂς κελαηˬδῇ, πουλλάκι ’ναι κιˬ ἂς λέῃ ΝΠολιτ. ᾿Εκλογ. 124. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἰδ. Πρόδρομ. 3,216 mm (ἔκδ. Hesseling- Pernot) «καὶ τότε ἂς ἐπουλούντασιν ὀκτὼ καὶ ἐννεὰ ’ς τὴν φόλλιν». β) Δηλοῖ συγκατάβασιν ὑποκειμενικὴν τοῦ λέγοντος κοιν.: Ἂς ξοδεύῃ τὸ πολὺ πολὺ πέντε χιλιˬάδες δραχμὲς τὸ μῆνα. Ἂς ἦταν ὅλοι κιˬ ὅλοι κἀμμιˬὰ τριανταριˬά. Ἂς ἔρθουν ἐπὶ τέλους καὶ πενήντα, δὲ θά ’ναι παραπάνω. 4) Μεθ’ ὁριστ. ἀορ. ἢ ὑποτακτ. δηλοῖ εὐχὴν τοῦ λέγοντος (τοῦ ρήματος νοουμένου ἐνίοτε ἐκ τῶν συμφραζομένων) κοιν. : Ἄς τὸ δῶ ἀκόμη μιˬὰ φορὰ τὸ παιδί μου κιˬ ἂς πεθάνω. Ἂς σοῦ δίνῃ ὁ Θεὸς μύριˬα καλά. Ἂς ἔχῃ τὴν εὐκή μου. Ἂς ἔρθῃ μὲ τὸ καλὸ καὶ βλέπουμε. Ἂς βρεθοῦμε παρέξω καὶ σοῦ δείχνω ’γώ. Ἂς ἀλλάξουν τὰ πράματα καὶ θὰ τὸ μετανοι͜ώσῃς κοιν. Ἂς εἶναι τὸ χῶμα καλό, ἂς ἀξίζῃ ὁ σπόρος καὶ γλήγορα ὁ κάμπος λουλουδιˬάζει καὶ δεντροφορει͜έται Ψυχάρ. Ταξίδι8 259. Ἂς εἶν’ καλὰ οὑ μπαμπᾶς μ’ποῦ δ’ λεύ’ κί τρώγου ἰγὼ Μακεδ. Ἂς σ’ ἐσκότωσα ᾿γὼ κιˬ ἂς ’ενῶ γούλος μάρμαρο (ἐκ παραμυθ. ἐνῶ = γενῶ) Σύμ. Χριστέ, κ’ ἒς τὴν ἐπήρανε Χίος Ἂς εἴμεστε καλὰ καὶ πράματα κάμνουμεν κιˬ ἄλλα Ρόδ. ᾿Εγώ ᾿παθα κιˬ ἂς μὴ ἄλλος (ἐνν. πάθῃ) Κρήτ. ᾿Εγὼ εἶμ’ ἄρρουστους κιˬ ἂς μὴ ἄλλους (ἐνν. εἶναι) Μακεδ. (Καστορ.) || Φρ. Ἂς τὀ ’βρῇ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ἀπ’ ἄλλον κοιν. β) Μεθ᾿ ὁριστ ἱστορικῶν χρόνων δηλοῖ ἐπιθυμίαν τοῦ λέγοντος ἀπραγματοποίητον κατὰ τὸ παρελθὸν ἢ τὸ παρὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ἂς εἶχα κ’ ἐγὼ ἕνα παιδί. Ἂς μὴ τὸν ἔβλεπα μπροστά μου. Ἂς ἤξερα γράμματα κιˬ ἂς ἤμουνα μ’ ἕνα μάτι. Ἂς ἐζοῦσε τὸ παιδί μου κιˬ ἂς ἤτανε ὅ,τι ἤθελε. Ἂς ἐρχόταν σήμερα νὰ τοῦ τό ᾿λεγα. Ἂς εἴχαμε πάει κ’ ἐμεῖς κοιν. Ἂς μὲν ἔρκουμουν Κύπρ. Ἂς εἶεν ἔρτω ’πουταχτὲς κ’ ἐσυντυχάν-ναμεν αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἂς ἔμουν παλληκάριν δώδεκα χρονῶν, ἂς εἶχα τὴ σαΐττα μ᾿ κι ἀργυρὸν τοξάρ’ Τραπ. Τὴν ὥρα ποῦ σ’ ἀγάπησα ἂς ἤθελα μοῦ δώσει θάνατος μονωρίτικος γιˬὰ νὰ μὲ ξεγλυτώσῃ Κρήτ. Ἄχι κιˬ ἂς τὴν ἐθώρουνα τσ’ ἀγάπης μου τὴν ὄψι κιˬ ἂς ἤστεκε ἀποπάνω μου τζελλάτης νὰ μὲ κόψῃ αὐτόθ. Ἀγγελοκαμωμένε μου κιˬ ἀγγελοποιητή μου, ἂς σέ ’δασι τὰ μάτιˬα μου κιˬ ἂς ἔβγῃ ἡ ψυχή μου Τῆλ. ’Σ ἤθε μὴ φέξ’ ἡ ’πίουλη, ’ς ἤθε μὴν ξημερώσῃ ἐκείν’ ἡ ’όλιˬα Κυριˬακὴ ἡ τρισερημιˬασμένη Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ’Ιδ. Πρόδρομ. 3,216 ii (ἔκδ. Hesseling – Pernot 57) «ἂς ἐγενόμην ἔπαρχος κἂν δεκα πέντε ἡμέρας» 5) ᾿Εν διηγήσει μεθ’ ὁριστ. ἱστορικῶν χρόνων ἢ μεθ’ ὑποτακτ. ἰσοδυναμεῖ πρὸς ἱστορικὸν χρόνον ὁριστ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Καρπ Κρήτ. Κύπρ.: Ζύμωκα κιˬ ἂς ἔρτῃ νὰ γενῇ τὸ ψωμὶ ’ς τῆς γιˬαμίας Κονίστρ. ᾿Επῆγα κιˬ ἂς τὸν εὑρῶ νὰ κάθεται νὰ σφυρίζῃ σὰ νὰ μὴν ἤτονε γινωμένο πρᾶμα Κρήτ. Ὁ Τσιβκανὸς ἂς νομίσῃ πῶς ἐσκότωσαν τὸν Καράμανον, ἄφηκέν τον κ᾿ ἔφυεν (ἐκ διηγ.) Κύπρ. || ᾌσμ. Κιˬ ὁ ᾿ασιλεˬὰς ποῦ τ᾿ ἄκουσεν ἓκακοφάνηκέ του κιˬ ἂς ἤβγαλε ’ιˬαλαλημὸ ᾿ς οὕλους τοὺς ἀντρε͜ιωμένους (’ιˬαλαλημὸ = διαλαλημὸ) Κάρπ. Κ’ ἐκεῖ ἃς ἀποκοιμήθηκεν 'ς τοῦ ὕπνου τὰ κανάκιˬα αὐτόθ. Πβ. νά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/