βατὶ (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατὶ (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βατί τό, (II) βαδιὰ τά, Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βατεύω κατὰ ΜΜιχαηλίδ. Λαογρ. σύμμ. Καρπ. 2,242.
Σημασιολογία
Πληθ. οἱ ἐκ τοῦ βομβυκίου ἐξερχόμενοι ἁρσενικοὶ μεταξοσκώληκες διακρινόμενοι τῶν θηλυκῶν ὡς μικρότεροι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA