ἀσαβάνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαβάνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαβάνωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσαβάνουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαβανωτὸς < σαβανώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ περιβληθεὶς τὸν ἐντάφιον σάβανον, ὁ μὴ σαβανωθείς, ἐπὶ νεκροῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀσαβάνωτο τόν ἔθαψαν κοιν. Ἄκλαυτον κιˬ ἀσαβάνωτον ἔθαψαν ἀτον Κοτύωρ. «Ἔμελλεν . . . νὰ καταποντισθῇ εἰς τὸ κῦμα ἄψαλτος, ἀσαβάνωτος, ἀμοιρολόγητος» ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 92. Συνών. ἀσαβάνιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA