ἀσάευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσάευτος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαευτός < σαεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν σέβεται κἀνεὶς Πόντ. (Τραπ.) : ’Ασάευτον ἔχ’νε τὀν δσκαλον ἀτουν. 2) Ὁ μὴ σεβόμενος, μὴ λαμβάνων ὑπ’ ὄψιν τοῦ τινα, ἀσεβὴς Πόντ. (Σάντ.) Συνών. ἀσαΐdιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA