γαλιˬόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλιˬόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλιˬόνι τό, ὡς ναυτικὸς ὅρ. σύνηθ. γαλνιν Πόντ. (Κερασ.) γαλ-λιˬόνιν Κύπρ. γαλιόν’ Πόντ. (Χαλδ.) γαλόνι Κάρπ. Κρήτ. Τῆλ. Πόντ.(Σινώπ.) Σκῦρ. κ.ἀ. γα-λιˬό’ Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) γαλούνι Κάρπ. Κορσ. Ρόδ. γαλ-λιˬούνιν Κύπρ. γαιˬλνιν Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. galeone.
Σημασιολογία
1) Εἶδος μεγάλου πολεμικοῦ πλοίου ὡς ναυτικὸς ὅρ. σύνηθ.: ᾌσμ. Καὶ νά κατέβῃς ᾿ς τὸ γιˬαλό, κάτω ᾿ς τὸ περιγιˬάλι, νὰ ἰδῇς καράβιˬα νά ’ρχωνται, γαλιˬόνιˬα ν᾿ ἀρμενίζουν Προπ. (Ἀρτάκ.) Ἕνα γαλόνι Κρητικό ᾿ς τοὺ Τσάντι βουλτατζάρει, 'ς τοὺ Τσάντι κὶ Κιφαλλουνιˬὰ κὶ πίσου ’ς τοὺ Τσιρίγου Θρᾴκ. (Αἶν.) Νὰ κάμῃ ὁ μπέης κάτεργο κιˬ ᾽Αλῆ πασᾶς γαλούνι, νὰ κάμῃ τ’ ἀφεντάκι μου τρικάταρτο καράβι Ρόδ. Κάτεργα, π’ ἀρμενίζετε, γαλόνιˬα, ποῦ κινᾶτε; ἐλᾶτε’ς τοῖς λιμιˬῶνες σας κιˬ αὔριο φυσήξω θέλω Κάρπ. Κουμπάρους εἶνι ἄξιους γαλόνιˬα ν᾿ ἀρματώσῃ τσὶ τὰ κουπιˬὰ τοῦ γαλουνιˬοῦ νὰ τὰ μαλαματώσῃ Λεσβ. β) Ἀτμόπλοιον Πόντ. (Κερασ.) 2) Ναύσταθμος Πόντ. (Σινώπ.) 3) Συσκευὴ πηλίνη ἢ μετάλλινη, εἰς τὴν ὁποίαν ἀποτίθεται ὁ καπνὸς καὶ εἰς τὴν ὁποίαν προσαρμόζεται ἡ καπνοσύριγξ Καππ. (Φάρασ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA