γαλίφης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλίφης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλίφης ἐπίθ. σύνηθ. γαλίφ’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαλούφης Κρήτ. Νάξ. Πάρ. Σύμ. κ. ἀ. γαλίφος σύνηθ. γαλίφους Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ. γαλίφο Τσακων. γαλοῦφος Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Τρίποδ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) Σίφν. γαλοῦφους Θρᾴκ. (Αἶν.) γαλοῦχος Θήρ. Θηλ. γαλίφισσα σύνηθ. γαλίφω πολλαχ. γαλούφω Παξ. κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. gaglioffo. Ἰδ GMeyer Neugr. Stud. 21.
Σημασιολογία
1) Ὁ μετερχόμενος μειλιχίους τρόπους καὶ λέγων μειλιχίους λόγους διὰ νὰ πείσῃ τινά, κόλαξ σύνηθ.: Εἶν᾿ ἕνας γαλίφης ποῦ πετυχαίνει ὅ,τι θέλει. Συνών. γαλιματζῆς. 2) Λαίμαργος, λίχνος Ρόδ. Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA