ἀσαλάγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαλάγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαλάγητος ἑπίθ. Ἤπ. -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀσαλά᾿τους Ἴμβρ. Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀσαλάϊστος Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ἀσαλάϊστους Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαλαγητὸς < σαλαγῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διὰ φωνῶν ἀπομακρυνθεὶς τῆς θέσεώς του, ἐπὶ ποιμνίου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Ἐλευδερουδ. Πρω. Δημητρ.: Κοπάδι ἀσαλάγητο Λεξ. Ἐλευθερουδ. 2) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ὁμιλήσῃ, ὁ μὴ προσηνὴς Μακεδ. (Βλάστ.) 3) Ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μὴ ἀκουόμενος Ἴμβρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Κάτι ἀσαλά’τους (κάτι = κάθεται) Ἴμβρ. Ἀσαλάϊστες εἶν’ ἀκόμα τοῦτες Ἀπύρανθ. 4) Ὁ περὶ οὗ δὲν γίνεται λόγος Νάξ. (’Απύρανθ.): Ἡ πεˬὸ ἀσαλάϊστη νεˬὰ dοῦ χωριˬοῦ μοῦ φαίνεται πῶς εἶναι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA