ἀσάλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσάλευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Κερασ. ᾿΄Οφ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀσάλιφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσάλευτε Τσακων.
Ετυμολογία
Το ἀρχ. ἐπίθ. ἀσάλευτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κινούμενος ἢ ὁ μὴ κινηθείς, ἀκίνητος σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. κ.ἀ.) Τσακων.: Κάθεται ἀσάλευτος. Πόδιˬα - χέριˬα ἀσάλευτα. Ἀσάλευτα τὰ φύλλα τοῦ δέντρου σύνηθ. Θάλασσα ἀσάλευτη Λεξ. Πρω. Στέκουνταν ἀσάλευτος, ἀνάσαστος Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 30 || Φρ. Κάθεται ἀβρόντιγος, ἀσάλευτος (ἐπὶ ἀπαθοῦς εἰς ἐπιπλήξεις) Παρ || Ποιήμ. Σκῖνο καὶ γάβρο χορτασμένες | πότε καὶ πότε σταματοῦν κιˬ ἀσάλευτες σὰν πετρωμένες | ’ς τὸν ἥλιˬο ποῦ ἔσβησε κοιτοῦν (ἐνν. οἱ γίδες) ΖΠαπαντ. ἐν ᾿Ανθολ. Η Αποστολίδ. 337. Εἶμαι τ’ ἀσάλευτο στοιχε͜ιό, κάθε χρονιˬὰ μ' εὐφραίνει ὁ Ἀπρίλης μέσ᾿ ’ς τὸν κῆπο μου, μέσ᾿ ’ς τὸ χωριˬό μου ὁ Μάις ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 95. Συνών. ἀκίνητος 1. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ μετακινηθῇ σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. ᾿΄Οφ. κ.ἀ.) Τσακων.: Πέτρα ἀσάλευτη σύνηθ. Τοῖχος ἀσάλευτος ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 465. 2) Ἀτάραχος Πελοπν. (Γέρμ.): Τὸνε φοβερίσανε κ᾿ ἔμεινε ἀσάλευτος. 3) Δυσκίνητος, νωθρὸς Πόντ. (Κερασ.) 4) Ἀμετάβλητος ἐνιαχ.: ’Απόφασι-γνώμη ἀσάλευτη ἐνιαχ. Ὅσα εἴχαμεν καμωμένα... ἔμειναν ἀσάλευτα Γερ. Κολοκοτρών. 2,7. 5) Ὁ μὴ βληθεὶς εἰς τὸν φοῦρνον διὰ νὰ ψηθῇ, ἐπὶ ζύμης Πόντ. (Τραπ.): Τὸ ζουμάρ’ ἀσάλευτον ἔν᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA