γαλλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλλὶ τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάλλος (Ι).
Σημασιολογία
1) Μικρὸς γάλλος καὶ ἄνευ ὑποκοριστικῆς σημ. ὁ γάλλος σύνηθ.: Φρ. Πάει σὰν γαλλί ἢ τὸ πιστεύει σὰν γαλλὶ (ἐπὶ τοῦ εὐπίστου). Συνών. γαλλοπουλλάκι, γαλλοπουλίτσα, γαλλούδιν. 2) Μέτων. ἄνθρωπος μικρόνους σύνηθ.: Δὲν τοῦ κόβει καθόλου (ἐνν. τὸ μυαλό), εἶναι γαλλί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA