ἀσαλπάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσαλπάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσαλπάριστος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαλπαριστὸς < σαλπάρω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀνασυρθεὶς ἐκ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ ἀγκύρας Λεξ. Δημητρ. 2) Συνεκδ. ὁ μὴ ἀποπλεύσας, ἐπὶ πλοίων πολλαχ.: Τὸ καΐκι ἔμεινε πολλὲς μέρες ἀσαλπάριστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA