γάλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάλλος (Ι) ὁ, κοιν. γάλλους βόρ. ἰδιώμ. Θηλ. γάλλισσα σύνηθ. γάλλ’τσα Μακεδ. (Κοζ.) γαλλῖνα Θήρ. Κύπρ. κ.ἀ. γάλλα Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. qallo, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν qallus.

Σημασιολογία

Τὸ κατοικίδιον πτηνὸν ὄρνις ὁ Ἰνδικὸς (meleagris gallopavo) ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Φουσκώνει σὰ γάλλος ἢ γάλλος φουσκωμένος (ἐπὶ ἀνθρώπου παρ’ ἀξίαν κομπάζοντος καὶ ἐπαιρομένου) κοιν. Κρεμάει τὸ λειρὶ σὰν τὸ γάλλο (φαίνεται θυμωμένος, κρατάει μοῦτρα) Πελοπν. (Κυνουρ.) ΙΙ Παροιμ. Πῶς καταντήσανε οἱ καιροὶ κ᾿ οἱ μπομπιˬωμένοι χρόνοι, νὰ παίζ’ ὁ λύκος μὲ τ᾿ ἀρνὶ κιˬ ὁ κοῦκος μὲ τ' ἀηδόνι, νὰ πέφτουν τ’ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ νὰ τὰ τσιμποῦν οἱ γάλλοι, νὰ γίνῃ ὁ λύχνος θυμιˬατό κ᾿ ἡ κουτσουλιˬὰ λιβάνι (ἐπὶ νεοπλούτων ἀμαθῶν. ἀγροίκων καὶ ὑπερηφάνων) Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/