γάλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάλλος (ΙΙ) ὁ, ἀμάρτ. γάλλης Κρήτ. (᾽Ανώγ. κ. ἀ.) βάλλος Κάρπ. Νίσυρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. γάλλος. Ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 30. 30 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Κριὸς ἄνευ κεράτων καὶ κρύψορχις Κρήτ. (’Ανώγ. κ. ἀ.) Συνών. γάλλικος. 2) Μόνορχις Κάρπ. 3) Πετεινὸς ὁ ὁποῖος δὲν φωνάζει Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/