ἀσάρκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσάρκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσάρκωτος ἐπίθ. ΑΠάλλη Ταμπουρ. καὶ Κόπαν. 75.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σαρκωτὸς < σαρκώνω.
Σημασιολογία
Ἄσαρκος, ὃ ἰδ.: Ποίημ. Εἶχα ντουφἑκι ἀλάθευτο, περήφανο σὰν ἄτι, ποῦ μῆνες δὲν παραίτησε τ’ ἀσάρκωτό μου χέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA