ἀσάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσάρωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσάρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσάρουτε Τσακων. ἀσάρωγος Ζάκ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Κόκκιν. Μάν. Παππούλ. Χατζ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν ἐπίθ. ἀσάρωτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σαρωθεὶς σύνηθ. : Ἀσάρωτη αὐλὴ - κάμαρη - μάντρα. Ἀσάρωτο δωμάτιο - σπίτι κττ. σύνηθ. Τζέα ἀσάρουτε (τζέα = κέλλα, σπίτι) Τσακων. ᾿Εγὼ θὰ πάω’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ καὶ ἐσὺ θὰ κοιτάξῃς μισὸ σπίτι νὰ σαρώσῃς καὶ μισὸ νὰ τ᾿ ἀφήσῃς ἀσάρωγο (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. || ᾎσμ. Κ’ εἶναι τὸ σπίτι ἀσάρωτο κιˬ ὁ νεˬὸς κορνιˬαχτισμένος (ἐκ μοιρολ.) ᾿Ιθάκ. Συνών. ἀπαράσυρτος, ἀπόσυρτος 1, ἀσκούπιστος, ἀφροκάλητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/