γιδοκοπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοκοπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδοκοπὴ ἡ, Κεφαλλ. - Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ. 15, 59 Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, 36 -Λεξ. Βλαστ. 288 γιδουκουπὴ Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) ’δοκουπὴ Στερελλ. (Μύτικ. Περίστ.) ’δουκουπὴ Ἤπ. (Ἀγναντ. Πλάκ. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀγναντ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Μαυρέλ. Ὀξύν. Σταγιᾶδ. Φωτειν κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)
Σημασιολογία
1) Γιδοκόπαδο, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔγειρι πίσου ἀπ᾽ τ᾽ ρά ἡ γιδουκουπὴ Βόιον. Οὑ ἄντρας μ᾽ εἶχι μιγάλ’ ’δουκουπὴ ἰδῶ ’ς τ’ Μύτ’κα Μύτικ. Ἄν σφάζονταν ὁ Γκιˬόσος, θὰ σφάζονταν ’ς τὸ πρόσωπό του ὅλη᾽ἡ γιδοκοπή μας Χ. Χρηστοβασ., ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀγελαδοκοπή, ἀρνοκοπὴ, βοιˬδοκοπἡ, προβατοκοπή. 2) Γιδόστρατα, τὸ ὁπ. βλ., Στερελλ. (Περίστ.): Πιρπατῶ ἀπ’ τ’ ’δοκουπή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA