γαλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαλὸς ὁ, Κύπρ. Θηλ. γαλά Κύπρ. (Πάφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γαλεύω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν᾽Αθηνᾶ. 41, 53.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκθλίβειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν τῶν γαλακτοφόρων ζῴων, ἄμελγμα: Σύναξε τὲς αἶγες νὰ πάμεν ᾿ς τὴν μάντραν τ’ ἔν᾿ ὥρα τοῦ γαλοῦ. Συνών. ἄρμεγμα. 2) Ἡ ἐποχὴ τῆς ἀμέλξεως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/