γιδοκοπριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδοκοπριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιδοκοπριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μεσσην. Οἰν Περιθώρ. κ.ἀ.) -Δ. Λουκόπ. Γεωργ. Ρούμελ., 177 ’δοκοπριˬὰ Στερελλ. (Δεσφ.) ’δουκουπριˬὰ Ἤπ. (Κουκούλ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Στερελλ (Ἅγιος Γεώργ. Αἰτωλ. Μύτικ. Σπάρτ. Τσουκαλᾶδ. Φθιῶτ. Φωκ κ.ἀ.) ’δουκουπρεˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρελ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ Δεσκάτ. Καρπερ. Κατακαλ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) γιδοκροπιˬὰ Εὔβ. (Πλατανιστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ κοπριˬὰ, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κροπιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ κόπρος τῶν αἰγῶν ἔνθ’ ἀν.: Πῆρε ἕνα φόρτωμα γιδοκοπριˬὲς καὶ πῆγε νὰ τὶς πουλήσῃ Πελοπν. (Περιθώρ.) Θὰ πάνου καμπόσα φορτώματα ’δουκουπριˬὰ ’ς τοὺ χουράφ’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔτσ᾽ δὲ χώνιψι ἀκόμα ἰκεί’ ἡ ’δουκουπριˬὰ αὐτόθ. Γιˬόμουσι τοὺ μαντρὶ ’δουκουπρεˬὰ Μακεδ. (Γήλοφ.) Οἱ ’δουκουπριˬὲς εἶνι γιὰ τὰ φ’ντάνιˬα, γιˬὰ νὰ κουπρίζουμι τὰ καπνουτόπιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Εἱνι οὕλου ’δουκουπριˬὲς τοὺ χουράφ’ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/