ἀσβεσταριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεσταριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσβεσταριˬὰ ἡ, Ἄνδρ. Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. Μεγίστ.-(Παναθήν. 1907 σ. 167) -Λεξ. Βλαστ. 317 Δημητρ. ἀσβισταριˬά Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. (Βλαστ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ (Αἰτωλ. Αραχ. Καλοσκοπ.) ᾿σβισταριˬὰ Θεσσ. (Καλαμπάκ.) ἀσβεσταρὰ Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀσβεσταρία. ’Ιδ. FTrinchera Syll. Graec. Membr. 556, 554.
Σημασιολογία
1) Ἀσβεστάδικο 1, ὃ ἰδ., Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλαστ. Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) -Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Καπνίζ’ σὰν ἀσβισταριˬὰ Θεσσ. Νὰ τὴ θἀψουν σ’ ἕνα παρεκκλήσι δίπλα ἀπὸ μιˬὰ ἀσβεσταριˬά (Παναθήν. ἔνθὓ’ ἀν.) || Φρ. Τό ’καμι ἀσβισταριˬὰ (τὸ κατέστρεψε) Αἰτωλ. Γί’κι ἀσβισταριˬὰ (κατεστράφη) Ζαγόρ. Κακὴ ἀσβεσταριˬά! (ἀρὰ) ᾿΄Ηπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ασβισταριˬά Στερελλ. (Εὐρυταν.) ᾿Ασβισταριˬὲς Στερελλ. (Παρνασσ.) Πλάκα τῆς ἀσβεσταριˬᾶς Νάξ. (Κινίδαρ.) β) Ὁ περὶ τὴν ἀσβεστοκάμινον χῶρος Στερελλ. ( Ἀραχ. Καλοσκοπ.) Συνών. ἀσβεσταρε͜ιὸ 2. 2) Ὁ λάκκος ὅπου σβήνεται ἤ ἄσβεστος Ἄνδρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσβεστόγουβα. 3) Πληθ., οἱ ἐν τῇ καμίνῳ πρὸς παραγωγὴν ἀσβέστου καιόμενοι λίθοι Λεξ. Αἰν. Βλαστ 317. Συνών. ἀσβεστολίθαρο, ἀσβεστόπετρα 1. 4) ᾿Αποτρίμματα τοῦ κονιάματος τῶν τοίχων Μεγίστ. Συνών. ἀμμουριˬὰ Ι. 5) Ἡ ἐξ ἀσβέστου ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων κηλὶς Μεγίστ. Συνών. ἀσβεστιˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA