γιδοκουλούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοκουλούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιδοκουλούρα ἡ, ἐνιαχ. ’δουκ’λούρα Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) ’δουκούλουρα Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ κουλούρα.
Σημασιολογία
1) Ξυλίνη στεφάνη σχήματος ἐλλειψοειδοῦς χρησιμεύουσα διὰ τὴν ἀνάρτησιν κωδωνίσκου ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ τῶν αἰγῶν Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Συνών. γιδόζευλα, γιδοστέφανο, προβατοκουλούρα, προβατοστέφανο. 2) Ἄρτος εἰς σχῆμα «κουλοὐρας», φέρων ἐπὶ τῆς ἄνω ἐπιφανείας παραστάσεις ποιμενικὰς, τὸν ὁποῖον προσφέρει ὁ ἰδιοκτήτης τῶν αἰγῶν εἰς τὸν ποιμένα ἐπ᾽ εὐκαιρία τῆς πρώτης τοῦ ἔτους Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA