γιδόκουρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιδόκουρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιδόκουρος ὁ, Δ. Λουκόπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 56.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ κοῦρος.

Σημασιολογία

Ἡ κουρὰ τῶν αἰγῶν: Πάει κι ὁ γιδόκουρος. Οἱ ψαλιδιὲς ἀπομένουν καὶ λὲς πὼς τὰ γίδιˬα εἶναι κουρεμένα. Πβ. προβατόκουρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/