γαλουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλουρίζω Κρήτ Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (’Αχαΐα Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν.) κ. ἀ. γαλιˬουρίζω Ἰθάκ.-Λεξ. Αἰν. γαλουρίζου Λέσβ. κ. ἀ. γαλιˬουρίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ μορ. γὰλ δηλοῦντος ψέλλισμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ουρίζω. Πβ. καί γυˬαλουρίζω, κλαουρίζω κττ.
Σημασιολογία
1) ’Αρχίζω νά ἐκβάλλω ἀνάρθρους φθόγγους, ἀρχίζω νά ψελλίζω, ἐπὶ τῶν νηπίων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄρχισε νά γαλουρίζῃ τό μωρὸ ἐδῶ κ’ ἕνα μῆνα ’Αχαΐα ǁ Φρλ. Γαλουρίζει σὰ μικρὸ παιδὶ (μωρολογεῖ, φλυαρεῖ) αὐτόθ. 2) Καθησυχάζω βαυκαλίζων, ἐπὶ βρεφῶν Στερελλ. (Αἰτωλ): Γαλιούρισι τοὺ πιδὶ νιˬά ψυχούλλα νὰ πλαιˬάσ’. Καὶ ἀμτβ. καθησυχάζω, ἀναπαύομαι Στερελλ. (Αἰτωλ).: Θὰ γαλιˬουρίσου δῶ ’ς τὴν ἀγκουνούλλα. 3) Κολακεύω, θωπεύω Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA