γιδολάβωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδολάβωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδολάβωμα τό, Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Σκορτσιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίδα ἢ γίδι καὶ λάβωμα.
Σημασιολογία
1) Εἶδος δαιμονίου, τὸ ὁποῖον «λαβώνει», ἐνεργεῖ δηλ., κατὰ τὰς λαϊκὰς δεισιδαιμονίας, ὥστε νὰ προσβάλλωνται αἱ αἶγες ὑπό τινος νόσου, πιθαν τοῦ ἄνθρακος ἔνθ’ ἀνωτ. 2) Ὡς ὕβρις εἰς γυναῖκα δύσμορφον καὶ ἀνάπηρον ἔνθ’ ἀν.: Καμνιˬὰ κοντή, καμνιˬὰ σημε͜ιωμένη τὴ λέμε γιδολάβωμα Βούρβουρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA