ἀσβέστης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβέστης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσβέστης ὁ, κοιν. ἀσβέστ’ς βόρ. ἰδιὠμ. ἀσβέτ’ς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) κ.ἀ. ἀσβήστ’ς Πάρ. (Λεῦκ.) ἀρβέστης Νάξ. (Φιλότ.) ἀσβέστη ἡ, πολλαχ. καὶ ᾿Απουλ. (Μαρτ.) ἀσβέστ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀσβέτη Μακεδ. (Βλαστ.) Πληθ. ἀσβέστιˬα τά, Σαμ κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀσβέστης, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν οὐσ. ἄσβεστος. Ἰδ. Χρον. Μορ. Ρ (ἔκδ. JSchmitt) 2032 «οἱ τοῖχοι ἦσαν ὑψηλοὶ ὅλοι μὲ τὸν ἀσβέστην». Περὶ τῆς λ. ἰδ. JKalitsunakis Mittel – neugr. Erklar 17 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. ἀρβέστης πβ. ἀρβοουώνω (ἰδ. ἀσβολώνω).
Σημασιολογία
1) Τὸ ὀξείδιον τοῦ ἀσβεστίου τῆς χυμείας ἄσβεστον ἢ ἐσβεσμένον, ἡ τῶν ἀρχαίων τίτανος κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Μαρτ.): Ἄσβηστος - σβησμένος ἀσβέστης κοιν. ’Ακρᾶτος ἀσβέστης Κρήτ. || ᾎσμ. Βασιλικὸν ἐφύτεψα ἀπάνου ’ς τὸν ἀσβέστη γιˬὰ νὰ περνάη ἠ - -ἀγάπη μου νὰ λέῃ Χριστὸς ἀνέστη Πελοπν. (Παππούλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσβέστης Στερελλ. (Φθιῶτ) ᾿ς ν Ἀσβέστ’ Ἤπ. Συνών. ἀσβέστι 1, χωρύγι. 2) Πᾶν δι’ ἀσβέστου κονίαμα κοιν. : Ἀσβέστης νερουλλὸς κοιν. Μαδήσανε οἱ ἀσβέστες τοῦ τοίχου Κύθηρ. Συνών. ἀσβέστι 2. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA