ἀσβέστι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβέστι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσβέστι τό, ἀσβέστιν Ποντ (Οἰν.) ἀσβέστι σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀσbέστι Καλαβρ. (Χωριὸ Ροχούδ.) ἀβζέστι ᾿Απουλ. (Τσολλῖν.) ἀβλέστι Ἀπουλ. (Κοριλ.) ἀσβέστ’ Τῆν. κ.ἀ. ἀζβέτ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβέστης. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀσβέστης 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Κοριλ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Ποντ. (Οἰν.): Φρ. Τυρὶ ἀσβέστι (τυρὸς ἀποβουτυρωμένος καὶ ξηρός). 2) Ἀσβέστης 2, ὃ ἰδ., πολλαχ : ᾿Απρίζου τοὺ δουξᾶτου - τοὺ πίτ᾿ μὶ ἀβέστ’ Χαλκιδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/