γαμοκούλουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμοκούλουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαμοκούλουρο τό, Κρήτ. (Μεσαρ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Ἦλ. Μάν. Πύργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γάμος καὶ κουλούρι.

Σημασιολογία

Κουλούριον διδόμενον εἰς τὸν κεκλημένον εἰς γάμον κατὰ τὴν ἀποχώρησίν του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/