γαμοφόροι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμοφόροι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαμοφόροι οἱ, Πόντ. (Οἰν.) Χίος
Ετυμολογία
Πληθ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γαμοφόρος, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. γάμος καὶ τοῦ ρ. φέρω. Πβ. ΚἌμαντ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 11.
Σημασιολογία
Πάντες οἱ προσκεκλημένοι εἰς γάμον. Πβ. γαμούσοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA