γάμπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάμπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γάμπα ἡ, κοιν. γάbα πολλαχ. gάμπα Θρᾴκ. κ.ἀ. gάbα Κύθν. Μύκ. Σῦρ. 'άbα Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. gamba, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλλην. καμπή. ᾿Ιδ. AMaidhof Neugr Rückwand 8.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀπὸ τοῦ γόνατος μέχρι τοῦ ἀστραγάλου μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κνήμη κοιν. Συνών. ἀρίδα 3, γαμπούνι. 2) Μέγα ὑψηλὸν καλαπόδι διὰ τὰ μεγάλα ὑποδήματα Ἀθῆν. 3) Φύλλον ψάδας ἐμβαλλόμενον πρὸς ἔμφραξιν ρωγμῆς βαρελλίου εἴτε μεταξὺ βαρελλοσανίδων ’Αθῆν. Ναύστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA