ἀσβεστόγουβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστόγουβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσβεστόγουβα ἡ, Πελοπν (Σουδεν. Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ γούβα.
Σημασιολογία
Ὁ λάκκος ὅπου σβήνεται ἥ ἄσβεστος. Συνών. ἀσβεσταριὰ 2, ἀσβεστόγουρνα, ἀσβεστόλακκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA