γάμπιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάμπιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάμπιˬα ἡ, ὡς ναυτικὸς ὅρ. κοιν. γάbιˬα πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. gabbia.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, ὁ ἀρχ. δόλων κοιν.: Φρ. Θέλει καράβιˬα μὲ γάbιˬες (ἐπὶ ἀπλήστου) Μεγίστ. β) Τὸ δεύτερον κατὰ σειρὰν ἐκ τῶν ἄνω ἱστίων Κρήτ. 2) Ἡ ἀντένα τοῦ ἱστιοφόρου πλοίου Προπ. (Κύζ.) 3) Τὸ καρχήσιον τοῦ ἱστιοφόρου πλοίου Νάξ. κ.ἀ. 4) Τὸ θωράκιον τοῦ πλοίου Κυκλ. Μακεδ κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/