γαμπούνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπούνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαμπούνι τό, Θήρ. Κέως Σίκιν. γαbούνι Σέριφ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάμπα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούνι.

Σημασιολογία

1) Ἡ κνήμη Θήρ. Κέως. Συνών. ἀρίδα 3, γάμπα 1. 2) Τὸ περὶ τὴν κνήμην μέρος τῆς κάλτσας Θήρ. 3) Πᾶς μικρὸς βλαστὸς Σίκιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/