ἀσβεστοκάρβουνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστοκάρβουνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσβεστοκάρβουνο τό, Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ κάρβουνο.

Σημασιολογία

Μᾶζα ἐκ διαλελυμένου ἀσβέστου καὶ κόνεως γαιανθράκων ξηραινομένη εἰς τὸν ἥλιον εἰς τεμάχια καὶ χρησιμεύουσα ὡς καύσιμος ὕλη: Βρῆκα λίγη καρβουνόσκονι κ᾿ ἔκανα κἄνα δυˬὸ ἀσβεστοκάρβουνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/