ἀσβεστοκολιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστοκολιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσβεστοκολιˬάρις επιθ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ των ουσ. ἀσβεστης και κόλος και της καταλ. -ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ὁ ἕνεκα ἀσθενείας ἀφοδεύων περιττώματα λευκά, ἐπὶ πτηνῶν: ᾎσμ. Ἤλεα πῶς ἐγάπησες κιˬἀνένα bαλληκάρι, κ᾿ ἐγάπησες τὸ bετεινὸ τὸν ἀσβεστοκολιˬάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/