γαμπρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαμπρίζω Δαρδαν. Πελοπν. (Κορινθ. κ. ἀ.) γαμπρίζου Μακεδ. γαbρίζου Κυδων. Λεσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαμπρὸς.

Σημασιολογία

1) ’Επιδεικνύομαι, φέρομαι ὡς γαμβρὸς ἐπιθυμῶν νὰ νυμφευθῶ Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.): Εἶναι καιρὸς τώρᾳ ποῦ γαμπρίζει Κορινθ. γαμπρολογῶ Β 3. 2) ᾿Ερωτοτροπῶ Δαρδαν.: Ὁ δεῖνα γαμπρίζει μὲ τὴ δεῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/