γιδοπρόβατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιδοπρόβατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιδοπρόβατα τά, κοιν. γιδουπρόβατα Εὔβ.(Ἀγία Ἄνν.) Θεσσ. (Ἄμπελ. Βαθύρρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Βελβ. Βόιον Γήλοφ. Φυτ κ.ἀ.) ’δουπρόβατα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’δουπρόατα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) ’δόπροτα Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. κ.ἀ.) ’ιδοπρόβατα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. (Μαρμαρ.) ’ιδουπρόβατα Σάμ γιδόπρατα Ἤπ. ’δόπρατα Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Συκαμν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πληθ. τῶν οὐσ. γίδι καὶ πρόβατο. Ἡ λ. καὶ εἰς Μηναῖον τοῦ 17ου αἰ. τῆς μονῆς Μ. Σπηλαίου.
Σημασιολογία
Αἶγες καὶ πρόβατα ἀναμεὶξ νεμόμενα ἢ λογιζόμενα κοιν.: Τά ’χει χιλιάσει τὰ γιδοπρόβατα τρεῖς φορὲς Πελοπν. (Ἄνω Ἀστέρ.) Ἐμεῖς εἴχαμε ᾽ιδοπρόβατα πολλὰ Προπ. (Μαρμαρ.) Ἔχ’νι λιγουστὰ ’δουπρόατα Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τὴν ἡμέρα τὰ Χ’στούγιννα, ἅμα πήγινι πρώτους ἄdρας ’ς τοὺ σπίτ’, θὰ γινοῦσαν τ’ν ἄλλου χρόνου τὰ ’δουπρόβατα σιρ’κὰ Θεσσ. (Βαθύρρ.) ’Σ τοὺ χουριˬό μας ἕνας τζουbᾶνους τὰ φ’λάει ἀdάμα τὰ ’δόπρατα Ἤπ. (Κουκούλ.) Πῆραν ’ιδοπρόβατα αὐτεῖν’ Προπ. (Μαρμαρ.) || ᾌσμ. Σφάζει γουβάλιˬα δώδεκα, γελάδιˬα δεκαπέντε, σφάζει καὶ γιδοπρόβατα κάν’ δυˬὸ καν’ τρεῖς χιλιˬάδες (γουβάλιˬα = βουβάλια Πελοπν. (Δίβρ.) Ἀφέντ’ μὲ τὰ γιδόπρατα τὰ κ’λουρουκουδουνᾶτα, ποὺ βάνεις τσιˬοῦγκες τὸ τυρὶ καὶ θημωνιˬὲς τὸ γάλα (τσιˬοῦγκες = σωροὺς) Ἤπ. Τὸ σπαθὶ τὸ θέλω τώρα γιδοπρόβατα νὰ σφάξω καὶ χορτᾶτος νὰ φιλήσω τῆς σημαίας τὸ σταυρὸ Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ. 1,76. Συνών. γιδοπρόβατα, γιδόσφαχτα. Πβ. ἀρνοπρόβατα. γιδοπροβάτες οἱ, Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἐκ τοῦ πληθ. τῶν οὐσ. γίδα καὶ προβάτα. Γιδοπρόβατα, τὸ ὁπ. βλ.: Θὰ κόψω λίγη πεσάδα γιˬὰ τσεῖνες τὶς γιδοπροβάτες (πεσάδα = φυτὰ σίτου πεσμένα εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τὴν βροχὴν ἢ τὸν ἀέρα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA