ἀσβεστόπετρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστόπετρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσβεστόπετρα ἡ,πολλαχ. ἀσβιστόπιτρα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ πέτρα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ασβεστολίθαρο, ὃ ἰδ., πολλαχ. 2) ᾿Ασβεστώδης γῆ Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/