γαμπροκαμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπροκαμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαμπροκαμένος ὁ, ἀμάρτ. γαbροκαμένος Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαμπρὸς καὶ τοῦ καμένος μετοχ. τοῦ ρ. καίω.

Σημασιολογία

Ὁ γαμβρὸς ποῦ εἴθε νὰ καῇ, νὰ καταστροφῇ: Πῶς βγῆκες τέτο͜ια μέρα, γιˬαγιˬά, καὶ δὲ φοβήθηκες τὸ κρύο; -τί νὰ κάμω, παιδάκι μου, ὁ γαbροκαμένος μ᾽ μὲ ξεπόρτισε μέσ 'ς τὰ χιˬόνιˬα γιˬὰ νὰ μὲ ξεφορτωθῇ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/