γαμπρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαμπρολογῶ ἀμάρτ. γαμπρολοῶ Κῶς Νίσυρ. κ.ἀ. γαμπρουλουῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μέσ. γαμπρολογε͜ιέμαι σύνηθ. γαbρολογει͜ῶμαι Κέρκ. κ.ἀ. γαμπρολοοῦμαι Πάτμ. Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαμπρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) ᾿Ενεργ. 1) Ἀρραβωνιάζω Κῶς. 2) Ὑπανδρεύω Κῶς Νίσυρ. κ. ἀ.: Ὁ δεῖνα γαμπρολοᾷ τὴν κόρη του Κῶς Νίσυρ. || ᾎσμ. Νὰ σὲ γαμπρολοήσωμε ᾽ς τ᾿ ᾍδη τὸ περιόλι μὲ τοῦ Πισσάρι τὸν υἱγιˬὸν ποῦ ’σαι μοναχοκόρη (μοιρολ.) Νίσυρ. Β) Μέσ. 1) Εἶμαι εἰς ὥραν γάμου καὶ ζητῶ νὰ νυμφευθῶ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς σύνηθ. Μετοχ. γαμπρολοημένος, ἀρραβωνιασμένος Πάτμ. Σύμ. 2) Ἐπιδεικνύομαι, κομψεύομαι ὡς ὑποψήφιος γαμβρὸς σύνηθ. Συνών. γαμπρίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/