γαμπροσκάμνιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπροσκάμνιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαμπροσκάμνιν τό, Πόντ, γαμπροσκάμν’ Ποντ. γαμπροσκάμ’ Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαμπρὸς καὶ σκαμνί. Τὸ γαμπροσκάμ’, καθὼς καὶ βασιλοκοσκάμν’ καὶ βασιλοσκάμ’, καθ’ ἁπλολογίαν.

Σημασιολογία

Κάθισμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου κάθηται ὁ νεόνυμφος διὰ νὰ τὸν ξυρίσουν. Συνών. νεογαμοσκάμνιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/