γαμπρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαμπρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαμπρούδι τό, Ἰων. (Κάτω Παναγ. Κρήν.) γαbρούδι Ἤπ. (Χιμάρ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαμπρὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ούδι.

Σημασιολογία

1) Θωπευτικῶς ὁ γαμβρός: ᾎσμ. Καλῶς το τὸ γαμπρούδι μου, καλῶς τον τὸ γαμπρό μου, εἶντα χαμπάριˬα μοῦ ’φερες ἀπὸ τὴ μονοκόρη; Κάτω Παναγ. Συνών. γαμπρουλλάκις, γαμπρουλλάκος, γαμπρούλλης, γαμπρούτσικος 2) Πληθ. γαbρούδιˬα, ὁ γαμβρὸς καὶ ἡ νύμφη μαζί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/