γαμπρούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαμπρούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαμπρούτσικος ὁ, Στερελλ. (Φθιῶτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαμπρὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούτσικος.
Σημασιολογία
Γαμπρούδι 1, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Τριˬῶν μερῶν γαμπρούτσικος δώδεκα χρόνους σκλάβος, ποτέ μου δὲ 'νειρεύτηκα ’ς τὸν ὕπνο ποῦ κοιμώμουν κιˬ ἀπὀψ’ εἶδα ’ς τὸν ὕπνο μου παντρεύετ’ ἡ γυναῖκα μ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA