ἀσβεστόχτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβεστόχτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσβεστόχτιστος ἐπίθ. Ἤπ. Καρπ Κύθηρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.) Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀσβιστόχτιστους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβέστης καὶ τοῦ ἐπιθ. χτιστός.

Σημασιολογία

Ὁ δι᾿ ἀσβεστοκονιάματος κτισμένος ἔνθ’ ἀν.: Ἀσβεστόχτιστος τοῖχος Σύμ. Ἀσβεστόχτιστο σπίτι αὐτόθ. Εἶνι ἀνα͜ιώνιˬα σπίτιˬα τ’ ἀσβιστόχτιστα Αἰτωλ. || Αἰνίγμ. Ἀσβεστόχτιστ’ εἶν’ ἡ γούρνα, | μαῦρα κιˬ ἄσπρα τὰ γουρούνιˬα (ὁ ληνὸς μὲ τὰ σταφύλια) Κύθηρ. Ἀσβεστόχτιστο πηάδι δυˬὸ λογιˬῶν φαεῖν ἐβγάλ-λει (τὸ ᾠὸν) Καρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/