ἀσβεστοχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστοχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσβεστοχώρι τό, ἀμάρτ. ἀσβιστουχώρ’ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβέστης καὶ χωριˬό.
Σημασιολογία
Χωρίον ὅπου παράγεται ἀσβέστης. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA