γανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γανιˬάζω (Ι) πολλαχ. γανιˬάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γκανιˬάζω Ἤπ. κ.ἀ. γκανιˬάζου Ἤπ. κανιˬάζου Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάνιˬα.
Σημασιολογία
1) Φωνάζω δυνατά, θρηνῶ, κλαίω γοερῶ καὶ ἕνεκα τούτου μοῦ γεννᾶται αἴσθημα κόπου, ἀγωνίας, πνιγμοῦ κττ., συνήθως ἐπὶ μικρῶν παιδίων πολλαχ: Γάνιˬασε τὸ παιδὶ ἢ γάνιˬασε τὸ παιδὶ νὰ κλαίῃ πολλαχ. ᾿Εγάνιˬασα νὰ σοῦ φωνάζω κ’ ἐσὺ δὲν ἀκούς Χίος κ.ἀ. 2)Αἰσθάνομαι βραχνάδα εἰς τὴν φωνὴν Μακεδ.: Κάνιˬασι τοὺ μικρὸ ἀπ’ τὰ κλάματα. Συνών. βραχνιˬάζω. 3) Ἀγωνιῶ, ἀσχάλλω πολλαχ.: Βάνω ἔννοι͜ες καὶ γανιˬάζω Θρᾴκ. Γάνιˬασα νὰ τὸ τελει͜ώσω αὐτόθ. Γάνιˬασ’ ἡ καρδούλλα μ’ Θεσσ. Γάνιˬασα νὰ σέ ’βρου Ἴμβρ. Γανιˬάζω γιˬὰ νὰ οἰκονομήσω λίγα χρήματα Ἤπ. ’Πὸ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ μὲ τοῦνα τὰ παιδιˬὰ γανιˬάζω Μεγαρ. ‖ Φρ. Γάνιˬασα καὶ πάθιˬασα (ὑπόφερα πολὺ) Προπ. (Κύζ.) Γάνιˬακα καὶ πάθιˬακα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σκῦρ. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ ὑποφέρῃ, ν’ ἀγωνιᾷ, ν’ ἀσχάλλῃ πολλαχ.: Μὶ γάνιˬασι οὑ πικραμένους οὑ ἄντρας μ’ μὶ τοὶς ἀναπουδιˬές τ’ Μακεδ. Πάλι θὰ μὲ γανιˬάσης! Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) || ᾎσμ. Θάλασσα, μὴ φουρτουνιˬάζῃς | κὶ τοὺ γιμιτζῆ γανιˬάζῃς Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) 4) Συστέλλομαι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 5) ᾽Εξασθενῶ, ἐξαντλοῦμαι ἀγν. τόπ. Συνών. γάζω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA