ἀσβέστωσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσβέστωσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσβέστωσι ἡ, ἀμάρτ. ἀσβέστουσι Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀσβέστωσις.

Σημασιολογία

Ἐπίχρισις δι’ ἀσβέστου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσβέστωμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/